Page 9 - praktikos-odigos
P. 9
1. ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΣΕΞΙΣΜΟΣ: ΦΥΛΟ, ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ
ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΣΕΞΙΣΜΟΣ: ΦΥΛΟ, ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΣΧΕΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ 9
ΣΧΕΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
επαγγελματικών ουσιαστικών και την αναζήτηση σχετικών λύσεων στο γλωσσικό
παρελθόν. Το τρίτο κεφάλαιο περιλαμβάνει την ποιοτική έρευνα που διεξήχθη για τη
γλωσσική πραγματικότητα του ΕΑΠ, τα γενικά συμπεράσματα της έρευνας και τα πιο γλωσσικός σεξισμός (ή η σεξιστική γλώσσα) αποτελεί ένα διακριτό είδος
1
αναλυτικά συμπεράσματα ανά υπηρεσία. Βάσει των δεδομένων της ποιοτικής έρευνας, σεξισμού που αναδείχθηκε στο πλαίσιο του φεμινιστικού κινήματος
α
κ
στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο αναπτύσσονται οι προτάσεις της συμπεριληπτι- Ο τά τη δεκαετία του 1970 μέσω ερευνών που εστίαζαν στη μελέτη της
σχέσης γλώσσας και φύλου. Παρόλο που οι αρχικές συστηματικές μελέτες για
κής ως προς το φύλο γλώσσας για τη σύνταξη επίσημων εγγράφων του Ιδρύματος, τη σχέση γλώσσας και φύλου έγιναν στο πλαίσιο της Κοινωνιογλωσσολογίας
οι οποίες προτάσεις μπορούν να αξιοποιηθούν και για τη βελτίωση ήδη υπάρχοντων και της Διαλεκτολογίας (βλ. μεταξύ άλλων Labov (1966a, 1966b) και Trudgill
εγγράφων που παρουσιάζουν πρακτικές γλωσσικού σεξισμού. Τέλος, στο δεύτερο (1972, 1974, 1975), καθοριστικό στην περιγραφή και στην ανάλυση του γλωσ-
τμήμα του Οδηγού διατίθενται δύο παραρτήματα. Το πρώτο περιλαμβάνει υποδείγ- σικού σεξισμού υπήρξε, υπό το πρίσμα της Φεμινιστικής Γλωσσολογίας, το έργο
ματα εγγράφων του ΕΑΠ στην πρωτότυπη μορφή τους, όπως ακριβώς αναλύθηκαν της Lakoff για την αγγλική γλώσσα, Language and woman’s place (1973, 1975)
στην έρευνα για τη γλωσσική πραγματικότητα του Ιδρύματος, συνοδευόμενα από την (Παυλίδου, 2006). Οι διαπιστώσεις της Lakoff για τον γλωσσικό σεξισμό προς
εναλλακτική μορφή τους με ενσωματωμένες τις απαραίτητες διορθώσεις βάσει των τις γυναίκες συνέβαλαν καταλυτικά στην ανάδειξη του υποτελικού κοινωνικού
προτάσεων συμπεριληπτικής γλώσσας του Οδηγού που αναπτύσσονται στο τέταρτο ρόλου που επιβάλλεται να έχουν οι γυναίκες στην κοινωνία, αποκλείοντας τες
κεφάλαιο. Το δεύτερο παράρτημα περιλαμβάνει ένα σύντομο γλωσσάρι γραμματικών από θέσεις εξουσίας (Λαμπροπούλου, 2014). Όπως άλλωστε παρατηρούν και
πιο συγχρονικά η Cameron (2006) και η Mills (2008), ο γλωσσικός σεξισμός
όρων που χρησιμοποιούνται συχνά στον Οδηγό. βρίσκεται σε άμεση σχέση με βαθύτερες κοινωνικές δομές και έννοιες. Σχέσεις
εξουσίας και κοινωνικής ιεραρχίας αντανακλώνται στις γλωσσικές πρακτικές που
εργαλειοποιούνται κατά τη διαδικασία πάλης για εξουσία μεταξύ των φύλων σε
μία κοινωνία που κατά βάση δομείται πατριαρχικά.
Η θεώρηση της σχέσης γλώσσας και φύλου σε άμεση συνάρτηση με την κοι-
Βιολογικό νωνία αποτέλεσε, ήδη από τη δεκαετία του 1970, τον βασικό άξονα των κατα-
φύλο σκευαστικών προσεγγίσεων, βάσει των οποίων το φύλο λαμβάνεται ως κοινωνι-
κή κατασκευή και επομένως λογίζεται ως κοινωνικό φύλο (gender). Έως τότε, οι
προϋπάρχουσες ουσιοκρατικές προσεγγίσεις, λαμβάνοντας ως κριτήριο τα στα-
θερά βιολογικά χαρακτηριστικά των ατόμων, έκαναν λόγο για βιολογικό φύλο
(sex) και διέκριναν συμβατικά την κοινωνία σε άνδρες-γυναίκες, αναμένοντας
αντίστοιχες συμπεριφορές, υποχρεώσεις και ενδιαφέροντα ανά φύλο (κοινωνικός
ρόλος του φύλου (βλ. Turner, 2008). Ακολούθως, τα οποιαδήποτε ιδιαίτερα κοι-
νωνικά χαρακτηριστικά, η κοινωνική θέση του ατόμου ή η γλωσσική συμπερι-
φορά του ερμηνεύονταν πάντοτε σε άμεση συνάρτηση με το βιολογικό φύλο του,
είτε ως απόρροια της κοινωνικής κυριαρχίας των ανδρών έναντι των γυναικών
(προσέγγιση της κυριαρχίας), είτε ως απόρροια των διαφορετικών συμπερι-
φορών των γυναικών σε σχέση με τους άνδρες (προσέγγιση της διαφοράς)
·
(βλ. Λαμπροπούλου, 2014 Παυλίδου, 2006).
Αντίθετα, το κοινωνικό φύλο κατασκευάζεται με βάση ρευστά κοινωνικά,
Κοινωνικό οικονομικά, πολιτισμικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά (McConnell-Ginet,
φύλο 1988), αναδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι η ταυτότητα φύλου (όπως αρρενωπότη-
1. Ως σεξισμός ορίζεται το σύνολο των πρακτικών που επιφέρει τη διάκριση μεταξύ
ανθρώπων βάσει του φύλου τους και πηγάζει από την ιδεολογία της ανωτερότητας του
ενός φύλου έναντι του άλλου, συνήθως των αντρών έναντι των γυναικών (Γκασούκα &
Γεωργαλίδου, 2014, σ. 51).

